θαμνόβιος

θαμνόβιος
ος , ον обитающий в кустарниках

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θαμνόβιος" в других словарях:

  • θαμνόβιος — ο (για ζώα και πτηνά) αυτός που ζει σε θάμνους, αυτός που συχνάζει σε θαμνώδη μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + βιος < βίος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ευστ. Χρονόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • θαμνόβιος — α, ο αυτός που ζει μέσα σε θάμνους: Θαμνόβιο πουλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»